καταληστεύω

καταληστεύω
(Α καταληστεύω)
ληστεύω κάποιον ή κάτι παίρνοντάς του ό,τι έχει, διαρπάζω
νεοελλ.
μτφ. εκμεταλλεύομαι ανελέητα («οι ξένοι καταλήστευσαν τη χώρα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεγυμνώνω — (Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω) 1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον 2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες») 3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη νεοελλ. 1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”